- στοιχείῳ
- στοιχεί̱ῳ , στοιχεῖονthe shadow of the gnomonneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στοιχειώ — όω, ΜΑ [στοιχεῑον] παθ. στοιχειοῡμαι, όομαι εφοδιάζομαι με ό,τι είναι απαραίτητο («τῷ φόβῳ τοῡ Κυρίου στοιχειούμενος», Μηναί.) μσν. 1. με μαγικές πράξεις αποτρέπω την επιβλαβή επίδραση διαφόρων ζώων ή όντων ή τά καθιστώ φύλακες ενός τόπου (α.… … Dictionary of Greek
στοιχείω — στοιχεί̱ω , στοιχεῖον the shadow of the gnomon neut nom/voc/acc dual στοιχεί̱ω , στοιχεῖον the shadow of the gnomon neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστοιχείωτος — η, ο (Α ἀστοιχείωτος, ον) όποιος δεν κατέχει ούτε τις απλούστατες αρχές κάποιας γνώσης ή κάποιας επιστήμης αρχ. αυτός που δεν έχει ακόμη δαμαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στοιχειώ «διδάσκω τα στοιχεία, τις θεμελιώδεις αρχές κάποιου μαθήματος»] … Dictionary of Greek
μεταστοιχειώ — μεταστοιχειῶ, όω (ΑΜ)·. (ενεργ. και μέσ.) (γενικά) μεταβάλλω, μετατρέπω, μεταπλάθω, μετασχηματίζω αρχ. μεταβάλλω τη στοιχειώδη φύση ενός πράγματος ή μεταβάλλω ένα στοιχείο σε κάποιο άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + στοιχειῶ «καταρτίζω, εφοδιάζω»… … Dictionary of Greek
στοιχείωμα — τὸ, ΜΑ [στοιχειῶ] 1. θεμελιώδης, βασική αρχή, τα πρώτα στοιχεία 2. στοιχείο («πρὸς ἁπλᾱ στοιχειώματα καὶ φωνάς», Διογ. Λαέρ.) 3. στον πληθ. τὰ στοιχειώματα τα σημεία τού ζωδιακού κύκλου … Dictionary of Greek
στοιχείωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [στοιχειῶ] αστρολογική ή μαγική πράξη, μαγεία, μαγγανεία αρχ. 1. στοιχειώδης διδασκαλία ή πραγματεία («στοιχείωσις ἀρετῆς», Ιεροκλ.) 2. αλφαβητική διαίρεση («εἴκοσι δύο στοιχείων τῶν κατὰ τὴν τῶν Σύρων στοιχείωσιν», Επιφάν.) 3.… … Dictionary of Greek
στοιχειωτής — ὁ, Α [στοιχειῶ] 1. (κυρίως για τους γραμματικούς, τους οποίους θεωρούσαν ως δημιουργούς τής γλώσσας) αυτός που διδάσκει τα στοιχεία, τις πρώτες βάσεις ενός μαθήματος 2. αυτός που ασχολείται με τη διαίρεση τού αλφαβήτου 3. πιθ. προσωνυμία τού… … Dictionary of Greek
στοιχειωτός — ή, όν, Α [στοιχειῶ] 1. αυτός που αποτελείται από στοιχεία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ στοιχειωτόν το σύνολο τών στοιχείων τού κόσμου … Dictionary of Greek
συστοιχειούμαι — όομαι, Α (για στοιχεία) συνδυάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στοιχειῶ «εφοδιάζω, συγκροτώ» (< στοιχεῖον)] … Dictionary of Greek